Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

H δομή του λαϊκιστικού λόγου


του Ν.Μουζέλη
Οταν το «προστατευτικό τείχος» της κοινωνίας των πολιτών είναι καχεκτικό, τότε είτε έχουμε την αυταρχική χειραγώγηση των πολιτών από την πολιτική ηγεσία είτε έχουμε τον μετασχηματισμό των πολιτικών ηγεσιών σε παθητικά όργανα λαϊκιστικών κινητοποιήσεων/πιέσεων

Στο προηγούμενο άρθρο μου («Το Βήμα της Κυριακής», 25.4.2004) συνέκρινα το μακεδονικό φιάσκο με το τωρινό κυπριακό αδιέξοδο. Υποστήριξα πως και στις δύο περιπτώσεις οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας αντί να προσπαθήσουν να διαφωτίσουν τους πολίτες και να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη με γνώμονα το γενικό συμφέρον της χώρας, έγιναν παθητικά φερέφωνα μιας κακά πληροφορημένης κοινής γνώμης που, σε τελική ανάλυση, διαμορφώθηκε από φανατικές, πατριδοκαπηλικές μειοψηφίες. Αυτή η κατάσταση οδήγησε και στις δύο περιπτώσεις σε έναν λαϊκιστικό εγκλωβισμό της χώρας, οδήγησε στην επικράτηση μαξιμαλιστικών/εξωπραγματικών στρατηγικών που αναπόφευκτα οδήγησαν στην απόρριψη μιας «ικανοποιητικής λύσης» (τη λύση της «μεικτής ονομασίας» στο Μακεδονικό, τη λύση του 5ου Σχεδίου Αναν στο Κυπριακό) με τελικό αποτέλεσμα την επικράτηση χειρότερων για τα εθνικά συμφέροντα λύσεων. Στο σημερινό άρθρο μου θα συμπληρώσω αυτή την επιχειρηματολογία επικεντρώνοντας την προσοχή μου στο θεωρητικό υπόβαθρο του λαϊκιστικού λόγου, στις βασικές δηλαδή έννοιες που στηρίζουν και εν μέρει εξηγούν τις συναισθηματικά φορτισμένες και συγχρόνως παράλογες λαϊκιστικές πρακτικές. Θα προσπαθήσω με άλλα λόγια να αναλύσω τη λαϊκιστική νοοτροπία γενικά, στηριζόμενος όχι μόνο στην ελληνική εμπειρία αλλά και στην τεράστια διεθνή βιβλιογραφία πάνω στον λαϊκισμό. Για λόγους συντομίας θα ασχοληθώ περισσότερο με τη φαινομενολογία / κοινωνική ψυχολογία παρά με την πολιτική οικονομία του λαϊκιστικού φαινομένου (για μια κριτική επισκόπηση της δεύτερης προσέγγισης βλ. το βιβλίο μου: H πολιτική στην ημι-περιφέρεια, πρώιμος κοινοβουλευτισμός και ύστερη εκβιομηχάνιση στα Βαλκάνια και τη Λ. Αμερική, McMillan 1992 και Θεμέλιο).

* Ο λαός σαν αμετάβλητη ουσία

Ο λαϊκιστικός λόγος συνήθως βασίζεται σε μια «ουσιοκρατική» αντίληψη των κοινωνικών φαινομένων γενικά και της έννοιας του λαού ειδικά. Αντίθετα με την «κονστρουκτιβιστική» προσέγγιση που βλέπει τα κοινωνικά φαινόμενα σαν συμβολικές κατασκευές, ο λαϊκισμός εννοιολογεί τον λαό σαν μια ουσία, σαν μια διαχρονική οντότητα που παραμένει η ίδια «διά μέσου των αιώνων». Αυτή η οντότητα είναι από τη φύση της καλή και πολιτισμικά ανώτερη. H βούλησή της, όταν γίνεται σεβαστή, οδηγεί το έθνος στη σωτηρία, στην ευημερία και στην απαράμιλλη δόξα. Με άλλα λόγια ο λαός σαν μια αμετάβλητη και εγγενώς καλή / σοφή ύπαρξη δεν κάνει ποτέ λάθη. Τα λάθη γίνονται όταν οι πολιτικές ηγεσίες, που υποτίθεται πως τον αντιπροσωπεύουν, μετατρέπονται σε «κατεστημένα» που αγνοούν τη γνήσια λαϊκή βούληση είτε επειδή ακολουθούν τα δικά τους στενά, αντιλαϊκά συμφέροντα είτε επειδή υπακούουν στα κελεύσματα των «εξωτερικών εχθρών» του έθνους.

Από αυτή τη σκοπιά η σχέση λαού - πολιτικής ηγεσίας είναι μονοσήμαντη. Αφού η γνήσια λαϊκή βούληση είναι δεδομένη μια για πάντα, το καθήκον των πολιτικών είναι να βρίσκονται «κοντά στον λαό», αν «αφουγκράζονται» αυτό που θέλει, και να διαμορφώνουν πολιτικές που να αντανακλούν όσο πιο πιστά γίνεται τη λαϊκή βούληση. Ετσι η διαλεκτική σχέση λαού - ηγεσίας εξαφανίζεται. Κάθε προσπάθεια διαμεσολάβησης ή αντίστασης στις λαϊκιστικές πιέσεις θεωρείται προδοσία - εξ ου και η προσφιλής έκφραση του αιώνια «προδομένου λαού», τα συμφέροντα του οποίου καταπατούνται όχι μόνο από εξωτερικούς εχθρούς αλλά και από εσωτερικούς, από τα διάφορα πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά κατεστημένα που λειτουργούν εν είδει Δούρειου Ιππου στο εσωτερικό του έθνους.

* Οι εθνικές ταυτότητες

Τέλος, παρ' όλο που ο λαός «προδίδεται», παρ' όλες τις συνεχείς επιβουλές και συνωμοσίες εναντίον του, αυτός μακροχρόνια παραμένει αμετάβλητος και αήττητος. Ξαναγεννιέται σαν φοίνικας μέσα από την τέφρα του ακολουθώντας ηρωικά το δύσκολο μονοπάτι της εθνικής αναβίωσης, ανεξαρτησίας και δόξας. Αυτή η συνεχής ανανέωση διά μέσου των αιώνων εξηγείται από το ότι ο συγκεκριμένος λαός (ελληνικός, τουρκικός, γαλλικός κτλ.) έχει έναν πολιτισμό εγγενώς ανώτερο από όλους τους άλλους. Επιπλέον είναι «επιούσιος», είναι από τη μοίρα του προορισμένος, μέσω της πολιτισμικής μοναδικότητας και ανωτερότητάς του, να λάμπει, να φωτίζει και να οδηγεί την οικουμένη σε όλο και ψηλότερα επίπεδα πολιτισμικού μεγαλείου.

Αυτού του είδους ο λαϊκιστικός λόγος, ιδίως σε κοινωνίες ύστερης ανάπτυξης όπως η δική μας, οδηγεί στη δημιουργία αμφίσημων εθνικών ταυτοτήτων. Από τη μια μεριά μεγαλώνουμε με την ιδέα πως εμείς οι Ελληνες είμαστε (και λόγω της αρχαίας κληρονομιάς και λόγω της φύσης μας) η πιο αξιοθαύμαστη «ράτσα» της υφηλίου - σε αντιπαράθεση με τους γείτονές μας που μαθαίνουμε από τα θρανία να τους θεωρούμε βαρβαρότερα, υποδεέστερα όντα. Από την άλλη μεριά όμως έχουμε συγχρόνως συμπλέγματα κατωτερότητας έναντι των πιο «προηγμένων Ευρωπαίων». Οι δύο αυτές αντιφατικές πλευρές της συλλογικής μας ταυτότητας συνυπάρχουν σε ξέχωρα διαμερίσματα. Δεν σμίγουν και δεν οδηγούν σε μια πιο συγκροτημένη, ισορροπημένη ταυτότητα. Μια ταυτότητα που να συνδυάζει την αγάπη προς την πατρίδα με ουσιαστική αυτογνωσία - δηλαδή σε μια μη σχιζοφρενική, ρεαλιστική γνώση του ποιοι είμαστε, ποια είναι τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία μας και πού θέλουμε να πάμε (για περισσότερα πάνω σε αυτό το θέμα βλ. άρθρο μου, «Το Βήμα της Κυριακής», 16.5.1993).

* Ο δημοκρατικός αντίλογος

Σε αντίθεση με τον λαϊκισμό, στη δημοκρατική αντίληψη περί λαού η ανάλυση ξεκινά από μια μη ουσιοκρατική, «κονστρουκτιβιστική» (constructionist) προσέγγιση του κοινωνικού. Ο λαός δεν είναι αιώνια, αμετάβλητη οντότητα. Πρόκειται για μια ιστορικά εξελισσόμενη συμβολική και πρακτική κατασκευή στην οποία συμβάλλουν, κατά περισσότερο ή λιγότερο ενεργό τρόπο, όλα τα μέλη ενός κοινωνικού σχηματισμού. Σε κράτη-έθνη όπου οι δημοκρατικοί θεσμοί λειτουργούν ικανοποιητικά, η «κατασκευαστική» διαδικασία βασίζεται σε μια μονόδρομη, μη διαλεκτική σχέση μεταξύ πολιτών και πολιτικής ηγεσίας. Αυτή η δημοκρατικά αμφίδρομη σχέση στηρίζεται σε μια ισχυρή κοινωνία πολιτών που λειτουργεί σαν ένας διπλά προστατευτικός μηχανισμός μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Τα «ενδιάμεσα στρώματα» της κοινωνίας των πολιτών (Μοντεσκιέ) προστατεύουν από τη μια μεριά τους απλούς πολίτες από τις χειραγωγικές πρακτικές τυχόν αντιλαϊκών, αυταρχικών ηγετών, ενώ από την άλλη προστατεύουν τις πολιτικές ελίτ από λαϊκιστικές/οχλοκρατικές πιέσεις που θα τις οδηγούσαν στη χάραξη δημοφιλών αλλά αυτοκαταστροφικών για τη χώρα πολιτικών (Κορνχάουζερ). Οταν το «προστατευτικό τείχος» της κοινωνίας των πολιτών είναι καχεκτικό, τότε είτε έχουμε την αυταρχική χειραγώγηση των πολιτών από την πολιτική ηγεσία (π.χ. στη χώρα μας η χουντική περίοδος) είτε έχουμε τον μετασχηματισμό των πολιτικών ηγεσιών σε παθητικά όργανα λαϊκιστικών κινητοποιήσεων/πιέσεων.

Στη δεύτερη περίπτωση, με άλλα λόγια, οδηγούμαστε από την ουσιαστική λαϊκή κυριαρχία στη λαϊκιστική υστερία/οχλοκρατία (π.χ. τα φανατισμένα από εκκλησιαστικούς κύκλους πλήθη στα συλλαλητήρια εναντίον των «Σκοπιανών» την περασμένη δεκαετία και η παθητική αποδοχή της έκρυθμης κατάστασης από την τότε κυβέρνηση). Οδηγούμαστε επίσης σε αυτό που ο Χάμπερμας αποκαλεί στρεβλή επικοινωνία (distorted communication). Μια στρέβλωση που οφείλεται είτε σε μια «κοινή γνώμη» που κατασκευάζεται από αυταρχικές ελίτ («Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών») είτε σε μια «κοινή γνώμη» που διαμορφώνεται από δογματικές μειοψηφίες θρησκευτικού τύπου (π.χ. χριστοδουλικός λόγος), παλαιοαριστερού τύπου (π.χ. αντιιμπεριαλιστικός λόγος της κομμουνιστικής Αριστεράς) ή «μεικτού» αριστεροθρησκευτικού τύπου (π.χ. λόγος Ζουράρι, Κανέλλη). Στην αυταρχική / χουντική περίπτωση, δεν επιτρέπεται να έχουν φωνή δημοκρατικά εκλεγμένες ηγεσίες. Στη δεύτερη, οι δημοκρατικά εκλεγμένες ηγεσίες μπορούν αλλά δεν τολμούν να έχουν φωνή.
ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ,16 Μαΐου 2004
Reblog this post [with Zemanta]

Ο 3ος Παγκόσμιος Πόλεμος

I found this fascinating quote today:

MIA ακόμα διαφορά: ο πόλεμος αυτός δεν είναι σύγκρουση ισχυρών κατά ισχυρών (ή περίπου) αλλά πόλεμος φτωχών (της Ανατολής) κατά πλουσίων (της Δύσης) και των συμμάχων ή συμπαραστατών τους. H ευμάρεια, ο όλβος, η χλιδή των «δυνατών» - που αρδεύεται, κατά ένα μεγάλο μέρος, από την υποταγή και την εκμετάλλευση των ενδεών χωρών - στοιχειοθετεί, για τις τελευταίες, «ύβρη» και πρόκληση κατά των αδύναμων, και επιχείρημα μέγα για τους ηγέτες τους, που μανιάζουν να καταλύσουν αυτή την υπεροχή και τους υπερέχοντες.spoudasterion.pblogs.gr, Ludus Literarius, Oct 2009

You should read the whole article.

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

Αβυσσος έγινε το χάσμα γενεών


του Δ.Τζιαντζή

Αν τη δεκαετία του '60 η συζήτηση γύρω από το χάσμα γενεών επικεντρωνόταν στους μακρυμάλληδες, το ροκ εντ ρολ, την αμφισβήτηση και τη σεξουαλική απελευθέρωση, οι συζητήσεις για το σύγχρονο χάσμα γενεών επικεντρώνονται στην περίφημη γενιά τού «my space», που δεν διστάζει να βγάλει τα προσωπικά της δεδομένα στη φόρα, καταργώντας κάθε διαχωρισμό μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου.

«Οι νέοι σήμερα δεν έχουν ίχνος ντροπής» γράφουν τα διεθνή ΜΜΕ και κάνουν λόγο για το μεγαλύτερο χάσμα γενεών από τη δεκαετία του '60
Σάλο προκάλεσε πρόσφατα άρθρο του «Ν.Υ. magazine», σχετικά με το ψηφιακό χάσμα και την αντιπαράθεση των γενεών γύρω από το τι σημαίνει δημόσιο αγαθό και τι προσωπική ελευθερία. «Οι νέοι σήμερα δεν έχουν ίχνος ντροπής. Δεν γνωρίζουν τι σημαίνει προσωπική ζωή, όλα για αυτούς γίνονται δημόσια. Ψοφάνε για παρέλαση, "εκπορνεύονται" για λίγες στιγμές δόξας. Μοιάζουν με πορνογραφικές μαριονέτες, που δημοσιεύουν τις πιο ιδιωτικές και απόρρητες σκέψεις τους και τα ημερολόγιά τους, το νούμερο του κινητού τους, τα ηλίθια ποιήματα, ακόμα και τις βρώμικες φωτογραφίες τους, φόρα παρτίδα στο Ιντερνετ. Εχουν εικονικούς φίλους αντί για πραγματικούς, μιλάνε με τους άλλους συνέχεια μέσα από ανούσια γραπτά μηνύματα. Δίνουν τα πάντα για να κερδίσουν λίγη δημόσια προσοχή στο άτομό τους και ας ξέρουν ότι αυτή θα έχει πολύ σύντομη διάρκεια».

Η αρθρογράφος Εμιλι Νουσμπάουμ δεν ενστερνίζεται απόλυτα αυτή την άποψη, ωστόσο την αναπαράγει μεταξύ αστείου και σοβαρού, επισημαίνοντας ότι πάντα οι πρεσβύτεροι γκρίνιαζαν, όταν οι νέοι έκαναν αυτό που δεν μπορούσαν να το κάνουν οι ίδιοι.

Νεοσυντηρητικοί

Αντίθετα στη χώρα μας, οι νέοι, ιδιαίτερα όσοι αντιτάσσονται στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, κατηγορούνται για εντελώς διαφορετικά πράγματα. Οι μομφές που τους αποδίδουν νεοσυντηρητικές, αλλά κατά τα άλλα κουλ και προχωρημένες φωνές, είναι ότι πάσχουν από πρώιμη γήρανση, ότι θέλουν απλά να βολευτούν και πάνω απ' όλα ότι εμμένουν σε μια παλιομοδίτικη άποψη περί δημόσιου αγαθού, αρνούμενοι να δεχτούν ότι ο δρόμος για την πρόοδο περνάει μέσα από την ανταγωνιστικότητα και την ιδιωτική πρωτοβουλία.

Πάντως, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, οι σχέσεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού βρίσκονται σήμερα στο προσκήνιο των συζητήσεων, είτε με αφορμή τις αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα και τις εκατοντάδες καταλήψεις των δημόσιων πανεπιστημίων είτε με την καθιέρωση του ηλεκτρονικού συστήματος παρακολούθησης όλων των δημόσιων χώρων. Ολοι βέβαια παραδέχονται ότι η εποχή έχει αλλάξει ριζικά. Ομως μέσα από αυτό τον πρωτοφανή καταιγισμό καινοτομιών, ποιος πραγματικά εκπροσωπεί το μέλλον; Οι σημερινοί κυβερνώντες κατηγορούν όλους τους άλλους σαν απολιθώματα που επιμένουν πεισματικά σε αντιλήψεις περασμένων δεκαετιών. Ενώ με τη σειρά τους οι φοιτητές και εργαζόμενοι που κατεβαίνουν στις πορείες κατηγορούν το κατεστημένο ότι επιχειρεί οπισθοδρομικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές για να διατηρήσει ουσιαστικά την ίδια κατάσταση πραγμάτων.

Ωστόσο η ζωή ξεπερνάει με άλματα τις παλιές διακρίσεις ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό χώρο. Για παράδειγμα, πόσο δημόσιος χώρος είναι τα σημερινά τεράστια εμπορικά κέντρα, όπου κυριαρχεί η κουλτούρα της αγχωτικής ατομικής ψυχαγωγίας και κατανάλωσης και πόσο ιδιωτικές είναι οι πολύτιμες προσωπικές μας στιγμές;

Στην πραγματικότητα έχουμε μπει σε μια εποχή, όπου η έννοια της ιδιωτικής ζωής έχει χάσει τον χαρακτήρα του άβατου, οι άνθρωποι σήμερα φοβούνται να σηκώσουν το τηλέφωνό τους, όταν βλέπουν κάποιον άγνωστο αριθμό, ξέροντας ότι μάλλον δεν θα είναι για καλό. Κρύβονται από τις τράπεζες και τις αναρίθμητες οφειλές, από τον επίμονο διαφημιστή, από τους πολυποίκιλους «ντίλερ» της καθημερινότητάς τους. Και πόσο προσωπικός χώρος είναι το σαλονάκι και ο καναπές, όπου «εισβάλλουν» διαρκώς οι διάφοροι τηλεφωστήρες και οι κραυγές τους, οι σπασμένες μουσικές από τις τηλεβεγγέρες των καναλιών, που λυμαίνονται τις δημόσιες συχνότητες; Και μέσα από αυτές τις ανακατατάξεις, σύμφωνα με τα διεθνή ΜΜΕ, βρίσκεται σε εξέλιξη η μεγαλύτερη σύγκρουση γενεών από το 1960.

Παλιοί και νέοι

Ομως αυτός ο πόλεμος των πολιτισμών ανάμεσα σε παλιούς και νέους έχει βαθύτερες ρίζες. Οπως είδαμε πρόσφατα και στη χώρα μας, η κάθε αντιδραστική τομή ευνοεί τους προνομιούχους της υπάρχουσας κατάστασης, ενώ οι υπεύθυνοι δεν χάνουν την ευκαιρία να τονίζουν κάθε φορά ότι οι αλλαγές δεν θα επηρεάσουν τους παλαιότερους εργαζομένους. Πρακτικές διαχωρισμού τέτοιου είδους βλέπουμε στον ΟΤΕ, στη ΔΕΗ, ακόμα και στους περίφημους «νέους άξονες για την Παιδεία». Η γενιά που ενηλικιώνεται σήμερα θα είναι ίσως η πρώτη που γνωρίζει ότι θα ζήσει, αν όχι χειρότερα, τουλάχιστον σε περιβάλλον μεγαλύτερης «επισφάλειας» απ' ό,τι οι γονείς της.

Οι νέοι κατηγορούνται ότι δεν κατανοούν και δεν σέβονται τις καινούριες αξίες της «ιδιωτικότητας» και γι' αυτό και προχωρούνε σε ιδιαίτερα δυναμικές μεθόδους για της υπεράσπιση του «δημόσιου» σε όλους τους τομείς. Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε ότι οι ρίζες της λέξης ηλιθιότητας, όχι μόνο στα ελληνικά, προέρχονται από την ιδιώτευση, από την αδιαφορία για το κοινό μέλλον, ενώ σήμερα με τις λεγόμενες μεταρρυθμίσεις και τους κάθε λογής τηλεοπτικούς ιεροκήρυκες, οι αξίες της ηλιθιότητας αποκτούν όλο και περισσότερο δημόσιο χαρακτήρα.

ΠΗΓΗ: εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 01/03/2007


Reblog this post [with Zemanta]

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Ο θρίαμβος του σύγχρονου κομφορμισμού


Το παθητικό κοινό και η φενάκη της δημοκρατίας

Δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του έλληνα φιλοσόφου, οικονομολόγου και ψυχαναλυτή Κορνήλιου Καστοριάδη (1922-1997), το συγγραφικό έργο του συνεχίζει να εμπλουτίζεται με νέα ανέκδοτα κείμενα. Το ιταλικό φιλολογικό περιοδικό «Lettera Ιnternazionale» δημοσιεύει στο τρέχον τεύχος του άγνωστο δοκίμιο του Καστοριάδηαπόσπασμα του οποίου αναδημοσιεύθηκε προ ημερών στην ιταλική εφημερίδα «La Reppublica» -, όπου εξετάζεται ο ρόλος τού πολιτισμού στη σύγχρονη δυτική κοινωνία. Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή ο Καστοριάδης διαπιστώνει ότι από τον 18ο αιώνα ως το 1950 ο δημιουργός ενός έργου τέχνης είχε ελευθερία έκφρασης, ενώ το κοινό από την πλευρά του συμμετείχε σε αυτό και γινόταν με τη σειρά του συν-δημιουργός. Αντιθέτως, από το 1950 ως σήμερα, αναπτύχθηκε σύγχρονος κομφορμισμός. Πρόκειται για κοινωνική και πολιτική αδράνεια φορέας της οποίας είναι ένα παθητικό ακροατήριο εθισμένο στην τηλεόραση, το οποίο αποτελείται από τους «τηλεκαταναλωτές» έργων τέχνης. «Το Βήμα» αναδημοσιεύει σήμερα εκτενή αποσπάσματα από το εν λόγω ανέκδοτο κείμενο του Καστοριάδη.

Υ πάρχει κάτι αμεσότερο για όσους πιστεύουν ότι ζουν σε μια δημοκρατική κοινωνία, από το να διερωτηθούν σχετικά με τον ρόλο που διαδραματίζει ο πολιτισμός στην κοινωνία στην οποία ζουν; Και ειδικά σε μια περίοδο όπου παρατηρούμε μια άνευ προηγουμένου διάδοση αυτού που ονομάζουμε «πολιτισμό»;

Για περισσότερο από δύο αιώνες υποστηριζόταν ότι ο ειδικός ρόλος του πολιτισμού σε μια δημοκρατική κοινωνία- σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στις μη δημοκρατικές κοινωνίεςεντοπίζεται στο ότι ο πολιτισμός είναι για όλους και δεν απευθύνεται μόνο σε μια συγκεκριμένη ελίτ. Αυτό σημαίνει ότι ο πολιτισμός πρέπει να είναι στη διάθεση όλων, όχι μόνο «νομικά» (πράγμα που δεν συνέβαινε, για παράδειγμα, στην Αίγυπτο των Φαραώ), αλλά επίσης κοινωνιολογικά, με την έννοια της πραγματικής πρόσβασης. Ας εξετάσουμε την αμιγώς σύγχρονη περίοδο του δυτικού κόσμου, δηλαδή από τις μεγάλες επαναστάσεις του τέλους του 18ου αιώνα (δημοκρατικές και με κύριο χαρακτηριστικό την εκκοσμίκευση και την απομάκρυνση από τον Χριστιανισμό) ως περίπου το 1950, ενδεικτική χρονολογία από την οποία θεωρώ ότι γεννάται μια νέα κατάσταση.

Από τη σκοπιά του δημιουργού μπορούμε να μιλήσουμε για έντονο αίσθημα ελευθερίας και εκπληκτική μέθη που τη συνοδεύει. Μέθη όσον αφορά την εξερεύνηση καινούργιων μορφών και της ελευθερίας να τις δημιουργήσει. Αυτή η ελευθερία είναι συνδεδεμένη με ένα αντικείμενο: είναι κυρίως η αναζήτηση και η αναπαλαίωση ενός νοήματος. ΄Η, ορθότερα, ο δημιουργός αναζητεί ξεκάθαρα μια νόρμα που φέρει ένα νέο νόημα. Η σύγχρονη τέχνη, ακόμη και αν δεν ικανοποιεί το «λαϊκό αίσθημα», είναι δημοκρατική και επομένως απελευθερώνει.

Το κοινό, από την πλευρά του, συμμετέχει «per procura» (με πληρεξούσιο), δηλαδή μέσω του καλλιτέχνη, σε αυτή την ελευθερία. Ουσιαστικά κυριεύεται από το καινούργιο νόημα του έργου τέχνης, και αυτό διότι, παρά την αδράνεια, τις καθυστερήσεις, τις αντιστάσεις και τις αντιδράσεις, πρόκειται για ένα κοινό που γίνεται το ίδιο δημιουργός. Η πρόσληψη ενός μεγάλου καλλιτεχνικού έργου δεν είναι ποτέκαι δεν μπορεί να είναι ποτέ- μια απλή παθητική αποδοχή, αλλά αποτελεί επίσης συν-δημιουργία. Και οι δυτικές κοινωνίες, από το τέλος του 18ου αιώνα ως τα μισά τού 20ού αιώνα, υπήρξαν οι ίδιες αυθεντικοί δημιουργοί. Σήμερα, επικρατεί άραγε η ίδια κατάσταση; Οσον αφορά την πραγματική κοινωνική λειτουργία η «λαϊκή εξουσία» αποτελεί προκάλυμμα της εξουσίας των χρημάτων, της τεχνογνωσίας, της γραφειοκρατίας, των πολιτικών κομμάτων, του κράτους και των μέσων ενημέρωσης. Οσον αφορά το ίδιο το άτομο, παρατηρείται μια νέα αναδίπλωση για την οποία ευθύνεται ο γενικευμένος κομφορμισμός.

Πρεσβεύω ότι ζούμε στην πιο κομφορμιστική εποχή της σύγχρονης Ιστορίας. Λένε ότι κάθε άτομο είναι «ελεύθερο». Ωστόσο στην πραγματικότητα ο καθένας προσλαμβάνει παθητικά το μοναδικό νόημα που οι θεσμοί και η κοινωνία τού προτείνουν και του επιβάλλουν: τον «τηλεκαταναλωτισμό», ήτοι τον ψεύτικο καταναλωτισμό μέσω της τηλεόρασης. Θα σταθώ για λίγο στο θέμα της «ευχαρίστησης» τού σύγχρονου τηλεκαταναλωτή. Αντίθετα από τον θεατή, τον ακροατή ή τον αναγνώστη ενός έργου τέχνης, η συγκεκριμένη αυτή ευχαρίστηση περιλαμβάνει την ελάχιστη μετουσίωση. Πρόκειται για ικανοποίηση που υποκαθίσταται από τους παλμούς που προκαλεί η πράξη της ηδονοβλεψίας, για μια δυσδιάστατη «βιολογική ευχαρίστηση» η οποία συνοδεύεται από τη μέγιστη παθητικότητα. Οτιδήποτε παρουσιάζει η τηλεόραση, «καλό» ή «κακό» αφεαυτού, εκλαμβάνεται παθητικά στο πλαίσιο της αδράνειας και του κομφορμισμού.

Ο θρίαμβος του ατομικισμού μεταφράζεται γενικώς ως «θρίαμβος της δημοκρατίας». Αυτός όμως ο ατομικισμός δεν είναι και δεν μπορεί ποτέ να είναι κενή έννοια, σύμφωνα με την οποία τα άτομα «κάνουν ό,τι θέλουν». Οσον αφορά την πολιτιστική δημιουργία, τομέας όπου η κριτική είναι πιο ασαφής και υπόκειται σε αμφισβητήσεις, είναι δύσκολο να υποτιμήσουμε την αύξηση του εκλεκτισμού της σύνθεσης ετερόκλητων στοιχείων, του δουλοπρεπούς συγκρητισμού. Και κυρίως ότι δεν επισημαίνεται η απώλεια του νοήματος, η οποία συμβαδίζει με την εγκατάλειψη της αναζήτησης της φόρμας- μιας φόρμας που είναι πάντα κάτι περισσότερο από απλή φόρμα, διότι, όπως έλεγε ο Ουγκό, αυτή είναι το «πραγματικό νόημα» που ανεβαίνει στην επιφάνεια. Η σημερινή εξέλιξη του πολιτισμού σχετίζεται άμεσα με την κοινωνική και πολιτική αδράνεια καθώς και την παθητικότητα που χαρακτηρίζουν τον σύγχρονο κόσμο. Η πολιτιστική αναγέννηση- αν συμβεί- θα είναι συνδεδεμένη με ένα καινούργιο και μεγάλο κοινωνικοϊστορικό κίνημα το οποίο θα θέσει εκ νέου σε λειτουργία τη δημοκρατία και θα της δώσει νέα μορφή και περιεχόμενο.

Ανησυχούμε για την αδυναμία να οραματισθούμε επακριβώς το περιεχόμενο μιας τέτοιας δημιουργίας, τη στιγμή που ακριβώς αυτό αποτελεί την ομορφιά κάθε δημιουργίας. Ο Κλεισθένης και οι σύντροφοί του δεν μπορούσαν, ούτε όφειλαν να «προβλέψουν» τη γέννηση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και την ανέγερση του Παρθενώνα, όπως και τα μέλη της Συνταγματικής Εθνοσυνέλευσης της Γαλλικής Επανάστασης ή οι Πατέρες της Αμερικανικής Δημοκρατίας δεν μπορούσαν να φαντασθούν την εμφάνιση του Σταντάλ, του Μπαλζάκ, του Φλομπέρ, του Ριμπό, του Μαν έ, του Προυστ ή του Πόε, του Μελβίλ, του Γουίτμαν και του Φόκνερ.

Η φιλοσοφία καταδεικνύει ότι θα ήταν παράλογο να πιστέψουμε ότι έχουμε εξαντλήσει πλέον οτιδήποτε νοητό, πραγματοποιήσιμο και μορφοποιήσιμο. Οπως θα ήταν παράλογο και το να θέσουμε περιορισμούς στη δυνατότητα της μορφοποίησης, δυνατότητα που πάντα εντοπίζεται στην ψυχική φαντασία και στο συλλογικό κοινωνικοϊστορικό φαντασιακό φαινόμενο. Αν παραδεχθούμε ότι όσοι διατηρούν μια σχέση άμεση και ενεργή με τον πολιτισμό μπορούν να συμβάλουν ώστε η περίοδος του λήθαργου να διαρκέσει το δυνατόν λιγότερο, αυτό θα γίνει εφικτό μόνο αν η προσπάθειά τους μείνει πιστή στις αρχές της ελευθερίας και της υπευθυνότητας.
ΠΗΓΗ:εφημ.ΤΟ ΒΗΜΑ, 6-4-2007
Reblog this post [with Zemanta]

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

Πολιτισμός της υποθερμίας

SolitudeImage by Roby© via Flickr

του Ευγ. Αρανίτση
Με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, η ψυχρότητα θεωρήθηκε must και άρχισε να διαχέεται παντού, μέχρις ότου ενσωματώθηκε στη ζωή των κοινωνιών, των οποίων το δήθεν υποδειγματικό κύτταρο έμελλε να είναι η ουδέτερη, μοναχική, αεροστεγής ατομική μονάδα.

Αποστασιοποίηση, «αντικειμενικότητα», ρομποτικά ανακλαστικά, εντολή να μεταφράζονται τα πάντα σε κόστος ή διαχειριστικό όφελος, υποκατάσταση της επαφής απ' τη διαδραστική τεχνολογία, γνωριμίες μέσω Διαδικτύου -όλ' αυτά ήταν, εξαρχής, εκδηλώσεις της υποχώρησης του κόσμου μπροστά στην απειλή των θερμών εντάσεων του ψυχικού πεδίου, το οποίο καλείται πια να εκφραστεί σαν αυτόματος τηλεφωνητής.

Ετσι, η λεγόμενη υπερθέρμανση του πλανήτη, οι καύσωνες, το επαπειλούμενο λιώσιμο των πάγων, η αναθέρμανση της οικονομίας και ο πυρετός της «δημιουργικής» επιτάχυνσης σε όλους τους τομείς δεν αρκούν για να αναπληρώσουν εκείνο που χάνεται μαζί με ό,τι κάποτε χαρακτήριζαν ως θέρμη των σχέσεων, ζεστασιά, έστω προσωρινή, που απέρρεε απ' τη σύνδεση με τα ψυχικά περιεχόμενα της συναναστροφής και τις χαρές της υποκειμενικής διευθέτησης του χρόνου. Ο κόσμος παγώνει. Παλιά, όταν έλεγαν ότι οι σχέσεις μεταξύ δύο προσώπων «έχουν ψυχρανθεί», ελάχιστα υποπτεύονταν πως αυτή η περιστασιακή πτώση του βαρομετρικού θα έδινε μια μέρα τον τόνο στη συνολική ατμόσφαιρα που περιβάλλει την κοινωνική εμπειρία. Τώρα, οι σχέσεις, παγωμένες προ πολλού, μοιάζουν να υποβαθμίστηκαν σ' ένα πλέγμα τεχνικών ανταλλαγών, όπου καμία εστία θερμότητας δεν μπορεί να εννοηθεί μεταφορικά και, συνεπώς, να σταθεί εμπόδιο στην προϊούσα σκλήρυνση του βιώματος. Ο φετιχισμός της απαλότητας και η εμφατική διαβεβαίωση των διαφημιστών ότι το προϊόν είναι «soft», μαλακό, εύπλαστο, διαφανές και αιωρούμενο αποτελούν υπεραναπλήρωση αυτής της αποξήρανσης.

Τουναντίον, το προϊόν παραμένει θετικός αγωγός της ψυχρότητας που το οδήγησε στην κατάσταση του απολιθώματος και την οποία οι πάντες αισθάνονται στην έλλειψη ικανοποίησης που συνοδεύει την απόκτηση. Είναι κι ο λόγος που κάνει τον μέσο άνθρωπο να ασπάζεται την εντύπωση της διαρκούς ανεπικαιρότητας των πραγμάτων, δηλαδή την ιδέα ότι τα ποθητά «αγαθά» που έρχονται στην κατοχή του παλιώνουν αυθημερόν. Εφόσον τα «αγαθά» έχουν στερηθεί την αύρα τους για να γίνουν απλές καταναλωτικές πληροφορίες, η γοητεία τους είναι ακαριαία και θνησιγενής. Προσφέρονται να υπαχθούν στους κανόνες μιας λαμπερής κινητικότητας και εναλλαγής, αλλά, καθώς πολλαπλασιάζονται στο κύκλωμα αναπαραγωγής και προώθησης, καθώς χάνουν την πρωτοτυπία τους, γίνονται ανοίκεια και μοχθηρά, ενώ ο διαμεσολαβητικός τους ρόλος συρρικνώνεται και εκλείπει: δεν επιτρέπεται καν να τα δωρίσεις, άπαξ και η γενναιοδωρία συγχωνεύθηκε με την εξαγορά ή τις δημόσιες σχέσεις. Εκτοτε, παρεμβάλλονται ανάμεσα στα άτομα σαν βουβές και απειλητικές οντότητες, που τις εξορκίζει κανείς με το να ασκεί το δικαίωμα να τις αντικαταστήσει το συντομότερο. Τέτοιο είναι το παράδοξο αυτού του μείγματος τρόμου και προσμονής που επενδύεται στις φαντασιώσεις γύρω απ' το τέλος του κόσμου -ο ίδιος ο κόσμος έγινε ένα αντικείμενο που περιστρέφεται εγκαταλελειμμένο απ' τους θεούς στα παγωμένα κενά του διαστήματος.

Ολόκληρη η μετανεωτερικότητα είναι η σκηνή αυτού του παγετώνα, αυτής της θανατηφόρας πάχνης που καλύπτει παιδιά, ενήλικους, εμπειρίες, σχέσεις, ιδιοκτησίες, δόγματα, έργα τέχνης και ενδόμυχες δυνατότητες αναζήτησης του αυθεντικού. Ενώ οι άνθρωποι απεχθάνονται κρυφά την ψυχρότητα των «επικοινωνιών», την έλλειψη νοήματος, τον εξοβελισμό της αγάπης και το τελετουργικό των συνεχών προσποιήσεων ευεξίας και θετικής διάθεσης, επιθυμούν όσο τίποτα άλλο τη συμμετοχή τους σ' αυτό το τυραννικό καθεστώς, αφού τους εξασφαλίζει την ψευδαίσθηση μιας σωτήριας άμυνας απέναντι στον πόνο και τις θλίψεις, δίχως να τους φρονηματίζει το πασίδηλο συμπέρασμα ότι μια τέτοια ανοσία αναλογεί ευθέως σ' εκείνη ενός πετρώματος ή ενός σώματος που διατηρείται στα βάθη του πάγου με τις ζωτικές λειτουργίες του σε αναστολή. Είναι αυτή ακριβώς η ανάγκη που τροφοδοτεί τις συλλογικές ονειροπολήσεις του ενσταντανέ, του παγώματος της στιγμής, για το οποίο ανταγωνίζονται οι κάμερες και τα όπλα, με κοινό παρονομαστή το ρήμα shooting: για να χαριτολογήσουμε, όταν οι αστυνομικοί εισβάλλουν στη σκηνή με προτεταμένα περίστροφα κραυγάζοντας «Freeze!!!», μπορούμε να μιλάμε για την πεμπτουσία της ανακούφισης που εκταμιεύει το θέαμα ως αποζημίωση ενός κοινού που βομβαρδίζεται με την όλο και ταχύτερη εναλλαγή των πλάνων.

Αυτό είναι μια φτωχή παρηγοριά για τη λήθη της σημαίνουσας στιγμής, σαν να λέμε για την παραίτησή μας απ' το δικαίωμα σ' εκείνη την προσωπική εμπειρία της διεύρυνσης του παρόντος -σ' αυτό που μια φορά κι έναν καιρό δηλώναμε, αναφερόμενοι σε ιδιαίτερα συγκινητικά στιγμιότυπα, με τη φράση «ο χρόνος σταμάτησε». Πλέον το όνειρο της αναστολής του χρόνου, ο πόθος μιας έκτακτης εξόδου απ' τη μετρήσιμη διάρκεια πλαστογραφείται στο πάγωμα των πραγμάτων, σ' αυτό το stop carre που μας παρέχεται σαν υπόσχεση ότι η ανία θα είναι μόνιμη, όπως η αιωνιότητα της φωτογραφίας. Το κρύο, σαν συμβολικό υπόβαθρο αυτής της κατάστασης, είναι το περιβάλλον όπου «διατηρείται» κανείς, δηλαδή συντηρείται ως μέρος του τεχνητού κόσμου, κι έτσι ανθίσταται τρόπος του λέγειν στην ιλιγγιώδη επιτάχυνση των υποτιθέμενων εξελίξεων. Γυναίκες και άντρες 60 ετών, με αλλόκοτα, λεία, ελαφρά πρησμένα ή παραμορφωμένα πρόσωπα, πρόσωπα αλλοιωμένα απ' την επίθεση των προβολέων της τηλεόρασης, πληθαίνουν γεωμετρικά και αγωνίζονται να πείσουν ότι ο δικός τους χρόνος σταμάτησε στην ηλικία των 27.

Αυτή η βαμπιρική έξαρση είναι η τελευταία πράξη της τραγωδίας που συνυφαίνεται με τη θρησκεία του ψύχους: αν οι βιτρίνες των εμπορικών καταστημάτων είναι ουσιαστικά βιτρίνες ψυγείων, τα πρόσωπα τοποθετούνται σαν στήλες πάγου ή άλατος στο σκηνικό μιας σχεδόν υποβρύχιας κοσμικότητας, όπου οι ζηλότυπες απομιμήσεις θέρμης υπογραμμίζουν αντίστροφα τις πολικές συνθήκες που επικρατούν στο συναισθηματικό επίπεδο. Αγνωστοι μεταξύ αγνώστων, ακόμη και κάτω απ' την ίδια στέγη, για να μην πούμε κυρίως τότε, οι άνθρωποι συνήθισαν στη χρήση κλιματιστικών με το πρόσχημα ότι, τάχα, δεν είναι πια σε θέση να υποφέρουν τη ζέστη, δηλαδή την κυριολεκτική ζέστη, λες και η μεταφορική σημασία της εξακολουθεί να είναι ευπρόσδεκτη! Στο εξής, πετρωμένοι στο καθιστικό, όπως το λέει ο πασίγνωστος στίχος, θα περιμένουν παθητικά το επίδομα θέρμανσης και, συνάμα, το οριστικό σβήσιμο του Ηλιου σε μερικά δισεκατομμύρια χρόνια ώστε να έχουν το άλλοθι μιας μοιραίας αιωνιότητας εξωτερικής προς τη θέλησή τους. Το πρώτο που παγώνει είναι η θέληση να ζήσεις. ΠΗΓΗ: εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,25/10/2009
Reblog this post [with Zemanta]

Μάθε, παιδί μου, ελληνικά...


I found this fascinating quote today:

Γενικότερα, η ανάγνωση και η επαφή τού παιδιού με κείμενα οδηγεί σε ποικίλες εγγραφές στη γλωσσική του μνήμη (λέξεων, φράσεων, σημασιών, γραμματικοσυντακτικών δομών), την καλλιεργούν και την εμπλουτίζουν. Γι' αυτό πάντοτε ας ακούει από το στόμα μας συχνά τη φράση και την προτροπή «Μάθε, παιδί μου, Ελληνικά...». Για την ταυτότητα, την ποιότητα της σκέψης του και την υπόστασή του μιλάμε στο παιδί όταν το ενθαρρύνουμε να μάθει καλύτερα τη μητρική του γλώσσα. Μην το ξεχνάμε.spoudasterion.pblogs.gr, Ludus Literarius, Oct 2009

You should read the whole article.

Reblog this post [with Zemanta]

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails

AddThis

| More